δασολογικός, -ή

δασολογικός, -ή
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δασολογία: Τελείωσε τη δασολογική σχολή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δασολογικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασολογία («δασολογικές σχολές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δασολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Νικ. Χλωρό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”